12/02/2019 9:46 πμ.
Από τον Νοέμβριο του 2018 άρχισε η υλοποίηση της νέας φάσης της κτηματογράφησης της χώρας, με τη έναρξη της συλλογής δηλώσεων ιδιοκτησίας για το 63% της ελληνικής επικράτειας, που αφορά κυρίως σε αγροτικές περιοχές.
Στη φάση αυτή, τα συσσωρευμένα προβλήματα θα έχουν ως αποτέλεσμα πάνω από το 50% των δικαιωμάτων στο Κτηματολόγιο να έχει σοβαρότατο πρόβλημα έως και απώλειά της ιδιοκτησίας.
Αυτό θα συμβεί γιατί:
1ον) Δεν θα δηλωθεί σημαντικός αριθμός ιδιοκτησιών, που αφορά κυρίως σε πατρική περιουσία, που βρίσκεται σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, διότι οι ιδιοκτήτες τους δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται και αδυνατούν να εντοπίσουν στον χάρτητου κτηματολογίου τη θέση τους.
2ον) Γιατί πολλά δασωμένα χωράφια θα τα δηλώσει ως ιδιοκτησία του το Ελληνικό Δημόσιο κάνοντας χρήση του «τεκμηρίου κυριότητας» που το προτάσσει έναντι του ιδιώτη, ο οποίος μπορεί στη περίπτωση αυτή να το διεκδικήσει μόνο με παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας που φτάνουν μέχρι και το έτος 1885.
Εν το μεταξύ, ο μεγάλος αριθμών των αντιρρήσεων που έχουν υποβληθεί κατά των δασικών χαρτών, καταδεικνύει από μόνο του το εύρος του προβλήματος που θα προκύψει, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία της εξέτασης των αντιρρήσεων και στη συνέχεια της κτηματογράφησης των αντίστοιχων αγροτικών περιοχών…
Από την ισχύουσα νομοθεσία προκύπτει πως οι δασικοί χάρτες θα πρέπει να κυρωθούν πριν από το Εθνικό Κτηματολόγιο, διότι με βάση αυτούς, το Δημόσιο υποχρεούται να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο, όπως και όλοι οι πολίτες.
Επειδή σε πολλές περιοχές που συντάσσεται τώρα το κτηματολόγιο, έχει γίνει η μερική κύρωση του δασικού χάρτη ή θα γίνει στο προσεχές διάστημα, είναι σίγουρο ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα καταθέσει δήλωση ιδιοκτησίας και θα διεκδικήσει την ιδιοκτησία όλων των δασικών εκτάσεων, με βάση τον κυρωμένο δασικό χάρτη. Έτσι πολλοί ιδιοκτήτες ακινήτων, θα βρεθούν προ εκπλήξεων, όταν θα δουν η περιουσία τους να διεκδικείται από το Ελληνικό Κράτος.
Για αυτό τον λόγο, θα πρέπει οι ιδιοκτήτες να είναι πολύ προσεκτικοί και να παρακολουθούν ταυτόχρονα τη διαδικασία της κτηματογράφισης και της ανάρτησης των δασικών χαρτών, γιατί εμπλέκονται μεταξύ τους.
Το μεν Κτηματολόγιο καταγράφει τις ιδιοκτησίες (δημόσιες και ιδιωτικές), οι δε δασικοί χάρτες εξετάζουν την ύπαρξη δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων. Με την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου, οι εκτάσεις που υπόκεινται στη δασική νομοθεσία θεωρούνται δημόσιες εφόσον δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές. Έμμεσα, λοιπόν, οι δασικοί χάρτες εξετάζουν και το ιδιοκτησιακό καθεστώς και για τον λόγο αυτόν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του Κτηματολογίου. Γι’ αυτό τον λόγο, η κατάρτιση των δασικών χαρτών είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη σύνταξη του Κτηματολογίου.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, κάθε εκτός σχεδίου πόλης έκταση που είναι δασική, αυτομάτως θεωρείται και δημόσια εκτός αν ο ιδιοκτήτης αποδείξει ότι διαθέτει τίτλους κυριότητας που ανάγονται έως το 1885.
Οι δασικοί χάρτες, καταρτίζονται με την οριοθέτηση των δασικών εκτάσεων από τη φωτοερμηνεία ιστορικών και πρόσφατων αεροφωτογραφιών, σύμφωνα με τις διατάξεις τις δασικής νομοθεσίας. Τα αποτελέσματα της οριοθέτησης αυτής εμφανίζονται σε υπόβαθρα (ορθοφωτογραφίες) πρόσφατης απεικόνισης.
Στους δασικούς χάρτες εμφανίζονται οι δασικές και οι μη δασικές εκτάσεις δύο περιόδων: α) της ιστορικής – παλαιότερης περιόδου, (κατά κανόνα είναι του έτους 1945, όπου έγινε η πρώτη αεροφωτογράφιση της Ελλάδας) και β) της σημερινής – πρόσφατης περιόδου η οποία στηρίζεται στη φωτοερμηνεία των πλέον πρόσφατων αεροφωτογραφιών (οι τελευταίες μέχρι σήμερα, λήφθηκαν κατά τα έτη 2008 – 2009).
Σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας για να χαρακτηριστεί μία έκταση ως δασική θα πρέπει να έχει χαρακτηριστεί ως δάσος τουλάχιστον σε μία από τις δύο χρονικές περιόδους που εξετάζονται κατά τη σύνταξη των δασικών χαρτών ή να έχει χαρακτηρισθεί με τελεσίδικη πράξη χαρακτηρισμού ως «δασική» ή τέλος να έχει κηρυχτεί ως αναδασωτέα, με απόφαση της Δασικής Υπηρεσίας της περιοχής.
Καταρχήν δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους πολίτες που διαθέτουν ιδιοκτησίες που χαρακτηρίζονται στον δασικό χάρτη ως ΑΑ, δηλαδή άλλης μορφής έκταση (μη δασική). Επίσης οι ιδιοκτήτες που το χωράφι τους εμφανίζεται ως ΑΔ, δηλαδή ήταν παλιός καλλιεργούμενος αγρός που στη συνέχεια δασώθηκε και μπορούν να αποδείξουν την κυριότητά τους πριν το 1946.
Αυτοί που κινδυνεύει η ιδιοκτησία τους να χαρακτηρισθεί ως αγνώστου ιδιοκτήτη και επομένως να περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο είναι όσοι:
Βεβαίως και κάθε πολίτης, που έχει ιδιοκτησία με συμβόλαιο ή κυριότητα από κληρονομιά, μπορεί και πρέπει να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας. Τυχόν προβλήματα ιδιοκτησίας θα επιλυθούν στη συνέχεια με βάση τις διαδικασίες του Κτηματολογίου και των δασικών χαρτών.
Στο θέμα αυτό υπάρχει παρανόηση. Το γεγονός αναγνώρισης μιας δασικής έκτασης ως ιδιωτικής, μέσω της διαδικασίας Κτηματογράφησης, δεν έρχεται σε αντίθεση με τον τυχόν δασικό χαρακτήρα της έκτασης, σύμφωνα με τον δασικό χάρτη. Δηλαδή εάν σε μια υπόθεση αναγνωριστεί η επίμαχη έκταση ως ιδιωτική κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, αυτή ουσιαστικά θα «κερδηθεί» ως προς το ιδιοκτησιακό και όχι ως προς το χαρακτήρα της (δασικός η μη), ο οποίος παραμένει δασικός.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Δασική Νομοθεσία δεν άλλαξε με τους δασικούς χάρτες.
Συγκεκριμένα ο πολίτης πρέπει να γνωρίζει για τους δασωμένους αγρούς, τα εξής:
Εδώ υπάρχει πρόβλημα, διότιδεν μπορεί να προβληθεί δικαίωμα κυριότητας εκτάσεων με βάση τη χρησικτησία, αλλά θα πρέπει η κυριότητα να αποδεικνύεται με έγγραφο τύπο (συμβόλαια).
Μετά την κατάθεση των δηλώσεων ιδιοκτησίας, γίνεται η επεξεργασία τους από το γραφείο κτηματογράφησης της περιοχής και στη συνέχεια θα γίνει ανάρτηση του κτηματολογικού διαγράμματος, στο οποίο θα πρέπει ο κάθε πολίτης να αναζητήσει το ακίνητό του και να εντοπίσει εάν διεκδικείται από το Ελληνικό Δημόσιο.
Οι πολίτες που έχουν λάβει επιστολές από το Κτηματολόγιο, χρειάζεται να κάνουν την ένστασή τους στο Κτηματολόγιο, όσον αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου. Η Επιτροπή του Εθνικού Κτηματολογίου σ΄αυτή την περίπτωση θα κρίνει ποιος θα εγγραφεί ως ιδιοκτήτης στο ακίνητο και δεν ασχολείται με τον χαρακτηρισμό της έκτασης ως δασικής. Το ζήτημα του χαρακτηρισμού της έκτασης, ως δασικού ή όχι, μπορεί να εξετασθεί με την υποβολή αντιρρήσεων κατά του δασικού χάρτη. Η αρμόδια επιτροπή της Δ/νσης Δασών θα κρίνει εάν ορθώς μία έκταση χαρακτηρίστηκε ως δασική.